καταρτύω

καταρτύω
καταρτύω (Α)
1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («καταρτύειν τὴν ξεινίην», Ιπποκρ.)
2. μαγειρεύω
3. εκπαιδεύω, ανατρέφω («παρατρέπων καταρτύη τὴν φύσιν», Πλούτ.)
4. επαναφέρω στην τάξη, διευθετώ («ὡς πρὸς τὶ λέξων ἢ καταρτύσων παρῇ», Σοφ.)
5. εφοδιάζω («λέμβος... ἐρέταις κατηρτυμένος», Αλκίφρ.)
6. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. ως επίθ.) κατηρτυκώς, -υῑa, -ός
α) ο έτοιμος, ο εντελώς παρασκευασμένος
β) (για ζώα) αυτός στον οποίο έχει συντελεστεί η ανάπτυξη
7. φρ. α) «κατηρτυκώς ικέτης» — αυτός που ως ικέτης εκτελεί καθετί το αναγκαίο ή ο καταβεβλημένος σαν εξημερωμένος ίππος
β) «κατηρτυκώς κακών» — ο τσακισμένος από τις συμφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀρτύω «ετοιμάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταρτύσουσι — καταρτύω prepare aor subj act 3rd pl (epic) καταρτύω prepare fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταρτύω prepare fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτύῃ — καταρτύω prepare pres subj mp 2nd sg καταρτύω prepare pres ind mp 2nd sg καταρτύω prepare pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρτυμένα — καταρτύω prepare perf part mp neut nom/voc/acc pl κατηρτυμένᾱ , καταρτύω prepare perf part mp fem nom/voc/acc dual κατηρτυμένᾱ , καταρτύω prepare perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτύει — καταρτύω prepare pres ind mp 2nd sg καταρτύω prepare pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρτυκότα — καταρτύω prepare perf part act neut nom/voc/acc pl καταρτύω prepare perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηρτυμένον — καταρτύω prepare perf part mp masc acc sg καταρτύω prepare perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήρτυον — καταρτύω prepare imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) καταρτύω prepare imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτυθείς — καταρτύω prepare aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτυθέντας — καταρτύω prepare aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτυόμενα — καταρτύω prepare pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”